- κρόκους
- κρόκοςsaffronmasc acc plκροκόωcrown with yellow ivyimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκροκος — και δίκορκος, η, ο (Μ δίκροκος, ον) (στο ουδ.) (για αβγό) αυτό που έχει δύο κρόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κρόκος] … Dictionary of Greek
κροκοσυλλέκτης — ο αυτός που συλλέγει κρόκους ή κόβει τα άνθη τους … Dictionary of Greek
κροκοφόρος — κροκοφόρος, ον (Μ) αυτός που παράγει κρόκους («κροκοφόρος λειμών», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
κροκών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της χώρας που βρισκόταν στους Ρειτούς, μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας. Η χώρα αυτή ονομαζόταν επί Παυσανία «Κρόκωνος βασίλεια». Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. ήταν γαμπρός του Κελεού (βασιλιά της Ελευσίνας),… … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
λεκιθίτης — λεκιθίτης, ὁ (Α) [λέκιθος] ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι που προέρχεται από όσπρια, ιδίως από κουκιά, ή γλυκό με κύρια συστατικά το αλεύρι και κρόκους αβγών … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
δίκροκο — (αβγό), το αβγό με δύο κρόκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)